εχεκτέανος

εχεκτέανος
ἐχεκτέανος, -ον (Α)
αυτός που έχει μεγάλα κτήματα, ο κτηματίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε-* (< έχω I) + κτέανον «κτήμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐχεκτεάνοιο — ἐχεκτέανος with great possessions masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχεκτεάνου — ἐχεκτέανος with great possessions masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχεκτεάνων — ἐχεκτέανος with great possessions masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχεκτεάνῳ — ἐχεκτέανος with great possessions masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχεκτέανοι — ἐχεκτέανος with great possessions masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εχε- — (ΑΜ ἐχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθ. με α συνθετικό εχε ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία τών συνθέτων με ρηματικό θ. ενεστ. ή αορ. ως α συνθετικό, παρ όλο που αναπτύχθηκαν πολλές απόψεις για την ερμηνεία τού σχηματισμού τους πρβλ. αρχέ κακος, εχέ θυμος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”